Μια ηλιόλουστη Απριλιάτικη Κυριακή. Κάπου στον Μαραθώνα βρίσκονται τα απομεινάρια ενός νεοκλασικού διώροφου με μπαλκόνια και μια μεγάλη βεράντα μπρος από την καγκελόπορτα που οδηγεί στον κήπο, εκεί που άλλοτε υπήρχαν δέντρα και λουλούδια. Ντενεκέδες και γλάστρες σε όλα τα μεγέθη με βασιλικά, μαργαρίτες σε όλα τα χρώματα, τριανταφυλλιές ευωδιαστές, μποκανβίλιες με τα αγκάθια τους για να προστατεύουν τα άνθη τους και να δημιουργούν μια χρωματιστή πέργκολα, υάκινθοι με το μεθυστικό τους άρωμα, μπουγαρίνια και γαρδένιες, πολλές γαρδένιες για να μοσχοβολά το πέρασμα από τούτο το σημείο και να μοιράζεται απλόχερα σε όλη την περιοχή. Ένας μεγάλος χώρος, όπου κάτω από το χαγιάτι “αναπαύεται” τώρα ανάσκελα μια σιδερένια καρέκλα. Όλα κλειστά κι εγκαταλελειμμένα.
Τα ακροκέραμα στο γείσο της οροφής, καταπώς φαίνεται, μάλωναν ποιο είναι το πιο όμορφο κι έτσι κάποια απ’ αυτά χάσανε τη μάχη κι έπεσαν. Τα τεράστια ξύλινα παραθυρόφυλλα κλείνουν καλά και στεγανά την ιστορία τούτου του αρχοντικού, όπως και η κεντρική πόρτα που έχει σφραγιστεί με χοντρή λαμαρίνα. Οι μαρμάρινοι και περίτεχνοι στυλοβάτες που κρατούσαν στις πλάτες τους τα μπαλκόνια κουράστηκαν από την έλλειψη ζωής τούτου του σπιτικού κι έχουν αρχίσει ν’ αποκόβονται.
Φωνές, γλέντια, χαρές, τραγούδια ηχούσαν άλλοτε. Ο Κώστας με την Ελένη του δούλεψαν σκληρά, εκεί, στην μακρινή Αφρική, όπου και γνωρίστηκαν σ’ έναν ετήσιο χορό. Ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν και απόκτησαν δύο παιδιά, τον Βασίλη και την Αγάπη. Εκεί τα μεγάλωσαν, εκεί τα έστειλαν σχολείο και τον μεν Βασίλη σπούδασαν στην Ελβετία, την δε Αγάπη στην Αθήνα. Κι όταν κατάλαβαν πως ήταν πλέον “ανεπιθύμητοι” σ’ αυτή τη χώρα, μα και στην ήπειρο, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους κι ένα γερό κομπόδεμα και γύρισαν στην πατρίδα.
Εκείνα τα χρόνια, το σπίτι αυτό στον Μαραθώνα ήταν ένα κτίσμα με δύο δωμάτια και το είχε κληρονομήσει ο Κώστας από τα γονικά του. Χρόνο με το χρόνο, όσο ήταν ακόμα στην Αφρική και είχε και τα παιδιά μικρά και έρχονταν για διακοπές, αφού έριξε καινούρια θεμέλια, έκτισε τούτο το δικό τους παλάτι, όπως έλεγε, μιας και την Ελένη φώναζε βασίλισσά του. Στον επάνω όροφο έστησε τις κρεβατοκάμαρες με τα μπαλκόνια και το λουτρό της η καθεμία και στον κάτω όροφο ήταν η κουζίνα, το τεράστιο σαλόνι και το γραφείο που ήταν γεμάτο βιβλία. Και στους δύο άρεσε το διάβασμα, όποτε ξέκλεβαν καμιά ώρα, εκεί, στην Αφρική, μεταξύ δουλειάς και ανάπαυσης. Ρουφούσαν με δίψα ό,τι έπεφτε στα χέρια τους. Ο Κώστας είχε αδυναμία στα ιστορικά βιβλία και η Ελένη στα μυθιστορήματα που είχαν, όμως, κάποια ιστορική αναφορά. Τον κήπο τον επιμελήθηκαν και οι δύο. Εκείνος είχε αναλάβει τα δέντρα και τα οπωροκηπευτικά και η Ελένη τα λουλούδια.
Ο Κώστας, σαν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και μάλιστα στον Μαραθώνα, είχε αφήσει ένα κομμάτι γης και φύτευε ό,τι ήταν της εποχής. Είχε το δικό του χωραφάκι, όπως το έλεγε και καμάρωνε και δεν τάιζε μόνο τους ίδιους, αλλά τους φίλους που έρχονταν ή τους γείτονες, οι οποίοι έφευγαν με σακούλες, ειδικά όταν υπήρχαν παιδιά. Είχε φτιάξει κι ένα μικρό κοτέτσι για τα φρέσκα αυγά της ημέρας.
Ο Βασίλης και η Αγάπη εργάζονταν στην Αθήνα και για να μην ταλαιπωρούνται, οι γονείς αγόρασαν στον καθένα από ένα δυάρι, κοντά στις δουλειές τους και από ένα μικρό αυτοκίνητο, για να μην ταλαιπωρούνται και να μην έχουν τη δικαιολογία πως δεν πρόλαβαν το λεωφορείο. Τα δύο αυτά παιδιά που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και έζησαν μέσα στην αγάπη, στο νοιάξιμο, αλλά και την οικονομική άνεση, προσπαθούσαν να είναι αντάξιοι συνεχιστές των γονιών τους.
Αυτό το σπίτι στον Μαραθώνα, Χριστούγεννα, Πάσχα, γιορτές, Κυριακές και αργίες έσφυζε από ζωή, έρχονταν τα παιδιά με φίλους και συναδέλφους και οι γείτονες από κοντά κι έστηναν γλέντι τρικούβερτο. Τα Χριστούγεννα στόλιζαν το δέντρο στο σαλόνι, μπροστά από τη μεγάλη τζαμόπορτα και από κάτω υπήρχε το κατιτίς για τον καθένα, συνήθως χειροποίητα από την Ελένη, στην οποία άρεσε πολύ να δημιουργεί από το τίποτα καλλιτεχνήματα. Το Πάσχα στήνονταν στην ολάνθιστη και μοσχομυρωδάτη αυλή οι σούβλες και τα ξύλινα τραπέζια, γεμάτα καλούδια και μπόλικο κρασί, παραγωγής του Κώστα. Και στις άλλες σχόλες και γιορτές, όλο και κάτι γινόταν, αρκεί να υπήρχε κόσμος στο σπίτι.
Οι φίλοι των παιδιών, όσοι απ’ αυτούς ήξεραν κάποιο όργανο, με τη συνοδεία του πιάνου που είχε περίοπτη θέση στο σαλόνι και που έπαιζε τόσο όμορφα η Αγάπη, μαζεύονταν κι έφτιαχναν πανέμορφες μουσικές βραδιές. Δε χρειαζόταν κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να στηθεί το γλέντι.
Στον επάνω όροφο, εκτός από τις τρεις κρεβατοκάμαρες, υπήρχαν και δύο μικρότερες για τους φιλοξενούμενους. Σαν μαζεύονταν όμως πολλοί, τα κορίτσια μοιράζονταν και στο δωμάτιο της Αγάπης, όπως και τα αγόρια στου Βασίλη.
Όλα ήταν πανέμορφα κι αγαπησιάρικα. Ο Βασίλης είχε γνωριστεί με την Άννα στη δουλειά, είχαν δύο χρόνια δεσμό, κατά καιρούς έμεναν και μαζί στο σπίτι της Αθήνας και τελικά παντρεύτηκαν. Ο Κώστας κι η Ελένη ήταν πολύ χαρούμενοι, όπως και η Αγάπη. Το γλέντι που είχε γίνει εκείνες τις ημέρες, θα το θυμούνται για χρόνια όλοι στον Μαραθώνα.
Δυο χρόνια μετά παντρεύτηκαν και η Αγάπη με τον Στέφανο, ένα παλικάρι που συμπάθησε ο Κώστας από την πρώτη στιγμή. Ο λόγος; Αγαπούσε πολύ τη γη και κάθε που έβρισκε ευκαιρία, πεταγόταν μέχρι τον Μαραθώνα, να δώσει ένα χέρι βοήθειας στη σπορά, στο κλάδεμα, στο βοτάνισμα, σε όλα. Ήταν ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος και κατέβαζε ιδέες για να κάνει πιο εύκολη τη ζωή του ανθρώπου που σεβόταν κι αγαπούσε, αφού ήταν ο πατέρας της Αγάπης του.
Τα δύο παιδιά δεν άργησαν ν’ αποκτήσουν δικά τους παιδιά. Έτσι το σπίτι στο Μαραθώνα ήταν γεμάτο τώρα από κούνιες, ποδήλατα, τραμπάλες, καρότσια, κουβαδάκια και άλλα παιδικά σύνεργα. Ο παππούς και η γιαγιά ήταν πανευτυχείς. Σαν πλησίαζε το Σαββατοκύριακο, ετοίμαζαν τα καλύτερα για την οικογένεια, που είχε γίνει μεγάλη πια.
Παρασκευή πρωί, στην καρδιά του χειμώνα και η Ελένη παραξενεύτηκε που ο Κώστας κοιμάται ακόμα. Σηκώνεται, κατεβαίνει στην κουζίνα, ετοιμάζει το πρωινό τους και ανεβαίνει να τον ξυπνήσει. Του μιλά, τον σκουντά και καταλαβαίνει πως ο Κώστας της έχει φύγει για το μακρινό ταξίδι… Ξαπλώνει δίπλα του, του πιάνει το χέρι και τα μάτια της πλημμυρίζουν δάκρυα.
-Γιατί έφυγες, χωρίς να μου πεις μια κουβέντα; του ψιθυρίζει. Μαζί δεν είμαστε τόσα χρόνια; Γιατί με άφησες μονάχη, χωρίς ούτε ένα αντίο; Γιατί, Κωστή μου; Τι θ’ απογίνω τώρα;
Του έλεγε, του έλεγε κι αφού στέρεψε το παράπονό της, φώναξε τη γειτόνισσα για να ειδοποιήσει το γραφείο τελετών και μόνο τότε πήρε τηλέφωνο τα παιδιά της. Σαν έφτασαν εκείνα, ο Κώστας ήταν τακτοποιημένος, έτοιμος για το κατευόδιο.
Όλος ο Μαραθώνας μαζεύτηκε ν’ αποχαιρετήσει τον άρχοντά του, όπως τον φώναζαν όλοι. Οι φίλοι των παιδιών στάθηκαν στο πλάι της οικογένειας φύλακες-άγγελοι. Και όλα έγιναν όπως άρμοζε σ’ ένα τέτοιο και τόσο δοτικό άνθρωπο.
-Μη στενοχωριέσαι για το περιβόλι του, είπε ο Στέφανος στην πονεμένη χήρα και μάνα. Εγώ θα τα φτιάχνω και δε θ’ αφήσω τίποτα να χαθεί. Μπορείς να στηριχτείς πάνω μου και το ξέρεις. Μαζί θα τα φροντίζουμε και μαζί θα τα καταφέρουμε. Έχεις το λόγο μου. Ένα τηλεφώνημά σου κι έφτασα…
Και το εύλογο ερώτημα: Μετά από τόσους και τόσους, πώς ρήμαξε τούτο το αρχοντικό;
Και η απάντηση, απλή, όσο και σκληρή: Σαν μπαίνει το συμφέρον στη μέση…
Έτσι έγινε και με τούτα τα αδέρφια. Ο Κώστας, σαν έκαναν οικογένεια τα παιδιά του, τους έπεισε να πουλήσουν τα δυάρια και να τα βοηθήσει κι εκείνος όσο μπορούσε, να πάρουν από ένα μεγαλύτερο σπίτι. Η Αγάπη και ο Στέφανος αρνήθηκαν. Γνώριζαν πως ο Κώστας κι η Ελένη δεν είχαν σύνταξη και πως τα χρήματα που τους είχαν απομείνει, ήταν για τα γεράματά τους. Ευτυχώς, το ζευγάρι, από τα χρόνια της Αφρικής, είχαν προνοήσει και είχαν κάνει ιδιωτική ασφάλιση σε μεγάλη ασφαλιστική εταιρία παγκόσμιας εμβέλειας. Τα έσοδά τους, που δεν ήταν και κανένα ευκαταφρόνητο ποσό, εφόσον ήταν και σε συνάλλαγμα, ήταν οι τόκοι που εισέπρατταν και οι οποίοι είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, εφόσον λιγόστευε και το κεφάλαιο.
-Εγώ είμαι υπεύθυνος για τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, είχε πει ο Στέφανος στον πεθερό του. Δε θέλω να σε προσβάλλω, αλλά και δε θέλω να σου στερήσω αυτά που είμαι εγώ υποχρεωμένος να τους παρέχω.
Στην αρχή κακοφάνηκε στον Κώστα η κουβέντα του γαμπρού του. Αντίθετα η Ελένη, εκείνο το ίδιο βράδυ, μετά που έμειναν μόνοι τους, έκλαιγε στην αγκαλιά του.
-Είμαι ήσυχη πως η Αγάπη μας θα περάσει καλά. Και τώρα να κλείσουμε τα μάτια μας, ο Στέφανος είναι φιλότιμο παιδί και θα της σταθεί. Είναι τυχερό το κορίτσι μας…
Εκείνος που πειράχτηκε πολύ από τη συμπεριφορά του γαμπρού του, ήταν ο Βασίλης, αλλά και η Άννα. Το τι του καταμαρτύρησαν στην επιστροφή τους στην Αθήνα -ευτυχώς τα παιδιά τους ήταν μικρά και είχαν αποκοιμηθεί- δε λέγεται. Τι συμφεροντολόγο τον είπαν, τι ότι θέλει να τα πάρει όλα με πλάγιο τρόπο, τι πονηρό που πηγαίνει κάθε τόσο για να βοηθά, τάχα, και να τσεπώνει… Και τι δεν του είπαν.
Με το θάνατο του Κώστα, όλο αυτό το δηλητήριο που έκρυβαν καλά όλα τα χρόνια, βγήκε σαν χείμαρρος και τους έπνιξε. Ξεκίνησαν με την απαίτηση να μη μείνει η Ελένη μονάχη και να πάει να μείνει μαζί τους. Η χήρα και μάνα, ανένδοτη. Αρνιόταν πεισματικά να φύγει από το σπίτι της, από το σπίτι που έζησαν , που έφτιαξαν πέτρα την πέτρα, πιθαμή προς πιθαμή, εκείνη και ο Κώστας της με τόση αγάπη. Κάθε γωνιά του σπιτιού, της αυλής, του οικοπέδου ολόκληρου, είχε τη σφραγίδα του. Πώς θα τα εγκατέλειπε όλα αυτά; Της ήταν αδύνατο και αδιανόητο.
Ένα πρωί, είχε περάσει μήνας περίπου, χτυπά το τηλέφωνο και από την άλλη άκρη ακούστηκε μια ευγενέστατη γυναικεία φωνή που της συστήθηκε ως δικηγόρος. Την παρακάλεσε να ενημερώσει και τα παιδιά της και θα τους περίμενε στο γραφείο της, εκεί, στον Μαραθώνα, για να τους διαβάσει τη διαθήκη του Κώστα. Η Ελένη τα έχασε. Γιατί δεν της είχε πει τίποτα; Γιατί της το είχε κρατήσει μυστικό; Υπήρχαν, άραγε, και άλλα που δεν γνώριζε; Κι εκείνη που νόμιζε πως δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους.
Ειδοποιεί τα παιδιά και το ίδιο απόγεμα βρίσκονται στο γραφείο της. Μια ευγενέστατη κοπέλα, στην ηλικία των παιδιών της σχεδόν, μ’ ένα καλοσυνάτο χαμόγελο και μια εγκάρδια χειραψία. Ήταν κάτι που πρόσεχε πάντοτε η Ελένη, τον τρόπο που θα την χαιρετούσε ο άλλος. Αν το πιάσιμο ήταν χλιαρό, δεν είχε καμία τύχη να τον συμπαθήσει. Αντίθετα, αν το σφίξιμο ήταν δυνατό, μέχρι και να πονέσει, έμπαινε στην καρδιά της αμέσως.
Το γραφείο ήταν επιβλητικό και συνάμα ζεστό. Ήταν ένας χώρος φωτεινός και γεμάτος φυτά, πολύ προσεγμένα. Πίσω από το έπιπλο-γραφείο στεκόταν μια τεράστια βιβλιοθήκη, από τοίχο σε τοίχο, τακτοποιημένη με μεράκι και φροντίδα και μπροστά υπήρχαν τρεις πολυθρόνες, όπου κάθισαν ο Βασίλης, η Ελένη και η Αγάπη.
-Ο κύριος Κώστας δεν είχε ενημερώσει κανένα σας, ούτε κι εσάς κυρία Ελένη και τους λόγους τους εξηγεί στην επιστολή-διαθήκη που θα σας διαβάσω, όπως μου το ζήτησε ο ίδιος. Όταν τελειώσουμε, μπορώ να σας δώσω από ένα αντίγραφο. Αρχίζουμε, λοιπόν:
«Σήμερον» και λοιπά και λοιπά, τυπικά είναι η ημερομηνία, ο χρόνος και ο τόπος σύνταξης της διαθήκης. «Παρουσία της δικηγόρου Μαρίας Σταματίου και έχων σώας τα φρένας, συνέταξα και υπέγραψα την παρακάτω επιστολή-διαθήκη.
Ελένη μου, ξέρω πως με μαλώνεις τούτη την ώρα, μα δε γινόταν διαφορετικά. Αν σου έλεγα πως θέλω να κάνω τη διαθήκη μου, πρώτα θα θύμωνες και μετά θ’ ανησυχούσες καθημερινά, μήπως δεν νοιώθω καλά, θα τρέχαμε στους γιατρούς, γιατί δε θα με πίστευες και θα χαλούσαμε την όμορφη ζωή μας, για την οποία σου είμαι ευγνώμων. Σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ πιο πολύ κι απ’ τη ζωή μου και σου αναγνωρίζω την καρτερικότητα, τη συντροφικότητα, την απόκτηση των παιδιών μας και το μεγάλωμά τους, μα πιο πολύ, την αγάπη σου. Στάθηκες όλα αυτά τα χρόνια, από την πρώτη μέρα της κοινής μας ζωής, βράχος ακλόνητος.
Αγαπημένα μου παιδιά, Βασίλη και Αγάπη, ελπίζω να υπήρξα άξιος πατέρας κι αν κάτι δεν έκανα σωστά, ζητώ τη συγνώμη σας. Ξέρω πως τώρα που διαβάζετε τούτες τις αράδες, πονάτε. Σας έχω και σας έχουμε μάθει, όμως, πως στα δύσκολα πρέπει να είμαστε συσπειρωμένοι και χέρι-χέρι να ξεπερνάμε τις όποιες δυσκολίες. Εύχομαι, ελπίζω και είμαι βέβαιος πως το ίδιο θα κάνετε και τώρα και προπάντων, θα στηρίξετε τη μάνα σας.
Τα υπάρχοντά μας τα γνωρίζετε. Σας έχω προικίσει και τους δύο, πρώτα με την αγάπη μου, μετά με τις σπουδές σας κι ύστερα με τα σπίτια που σας είχα αγοράσει. Η υποχρέωσή σας τώρα είναι να φροντίσετε να μη λείψει τίποτα από τη μητέρα σας, στην οποία αφήνω και τον τραπεζικό λογαριασμό, τα λίγα που μας απόμειναν από τα χρόνια της Αφρικής, για να μη σας επιβαρύνει οικονομικά. Το σπίτι μας στον Μαραθώνα το αφήνω εξ ημισείας και στους δύο και την επικαρπία θα έχει η μάνα σας. Να την έχετε ανάγκη και όχι να σας έχει. Δεν το κάνω γιατί δεν σας εμπιστεύομαι, αλλά καμιά φορά δεν ξέρει κανείς τι του ξημερώνει και πώς αλλάζουν τα πράγματα.
Ξέρω πως είστε καλά παιδιά και δε θα τη αφήσετε μονάχη. Ξέρω πως θα ενωθείτε όλοι μαζί και θα βρίσκεστε συνέχεια πλάι της. Μια χάρη θέλω μόνο: Να μην αφήσετε το βιος μας να πάει χαμένο. Όποτε βρίσκετε καιρό, να ρίχνετε λίγο νερό στα φυτά, να μη σταματήσει η ζωή στο σπιτικό μας.
Πολύ εύλογα θ’ αναρωτηθείτε γιατί δεν άφησα από ένα γράμμα στον καθένα σας ή ένα στη μάνα, για να σας το διαβάσει εκείνη. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ο κυριότερος, να είναι, όσο γίνεται, πιο επίσημο, για να μην έχει κανείς σας παράπονο.
Τελειώνοντας, θα σας εξηγήσει η εξαιρετική αυτή κυρία τι πρέπει να κάνετε και πώς θα τα διευθετήσετε όλα και με την εφορία.
Να έχετε την ευχή μου, παιδιά μου κι εσύ, Ελένη μου, να προσέχεις τον εαυτό σου, τώρα που θα λείπω.
Σας αγάπησα και σας αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου…»
Ένας χρόνος πέρασε από κείνη τη μέρα και ο μόνος, ίσως, που τήρησε τις επιθυμίες του Κώστα ήταν ο Στέφανος. Κάθε δεύτερο απόγεμα έτρεχε στον Μαραθώνα για να ποτίσει, να βοτανίσει, να κόψει, να φυτέψει, να μαζέψει. Δεν υπήρχε κάτι που να θελήσει η Ελένη και αμέσως η επιθυμία της γινόταν διαταγή για κείνον.
Ο Βασίλης και η Άννα, στις αρχές, πήγαιναν τα Σαββατοκύριακα και σιγά-σιγά αραίωσαν. Πότε είχαν δουλειές και υποχρεώσεις οι ίδιοι και άλλοτε είχαν τα παιδιά τους.
-Μάνα, είπε μια μέρα ο Βασίλης, θέλω να μιλήσουμε. Να μιλήσουμε σοβαρά.
-Ναι, παιδί μου, ό,τι θέλεις.
-Ξέρεις πως ο πατέρας δε φέρθηκε καλά.
-Σε τι, αγόρι μου;
-Με τούτο το σπίτι. Αυτό έπρεπε να το αφήσει σε μένα. Και πρωτότοκος και το αρσενικό της οικογένειας είμαι.
-Γιατί το λες; Δεν είναι και δικό σου;
-Αυτό ακριβώς σου λέω. Μόνο δικό μου θα έπρεπε να είναι.
-Τι είναι αυτά που λες, Βασίλη μου;
-Την αλήθεια, μάνα. Και δε θα καθίσω με τα χέρια σταυρωμένα, να το ξέρεις. Θα το διεκδικήσω.
-Ποιο θα διεκδικήσεις, παιδί μου κι από ποιον; Από μένα και την αδερφή σου; Το σπίτι, που όπως ξέρεις, φτιάξαμε ο πατέρας σου κι εγώ; Το σπίτι που ζήσαμε όλοι μαζί; Το σπίτι που μένω μονάχη με τις αναμνήσεις μου; το σπίτι που θέλω ν’ αφήσω κι εγώ την τελευταία μου πνοή;
-Αυτό θέλω να σου πω. Δεν έχεις κανένα λόγο να μένεις σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Κι ύστερα, τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Τι να το κάνεις, κοτζάμ σπίτι, μονάχη σου, όπως λες; Έχεις τα κουράγια και τη δύναμη να το καθαρίζεις, να το περιποιείσαι; Κι όλα αυτά τα δέντρα και τα φυτά, τι τα χρειάζεσαι τώρα; Αν το είχε αφήσει σε μένα, θα το είχα μοσχοπουλήσει, είχα βρει και αγοραστή και θα βολευόμαστε όλοι.
-Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, για τα καλά σου λόγια και τις προθέσεις σου. Ίσως αυτό να είχε υποψιαστεί ο πατέρας σου και γι’ αυτό το άφησε και στους δυο σας. Για να μην ξεπουληθούν οι κόποι μας για ένα κομμάτι ψωμί. Για να έχω εγώ ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου. Για να μην πέσω στην ανάγκη σας.
-Μα δεν έχεις μόνο ένα κεραμίδι, μάνα. Σωρό από κεραμίδια έχεις, σωρό…
Προσπάθησε με το καλό, προσπάθησε με απειλές πως δεν θα ξαναδεί τα εγγόνια της, να την πείσει να το πουλήσουν. Ανένδοτη η Ελένη. Του έδωσε την ευχή της, να μην αξιωθεί να ζήσει αυτή την απαξίωση από τα παιδιά του. Τον παρακάλεσε να φύγει, γιατί δεν αισθανόταν καλά και ήθελε να ξαπλώσει.
Εκείνο το ίδιο απόγεμα είχε έρθει ο Στέφανος για να ποτίσει. Ήταν η μέρα του. Την είδε πως ήταν εντελώς άκεφη. Όσο κι αν την πίεσε να του πει τι της συμβαίνει, δεν της πήρε λέξη.
-Δεν έχω τίποτα, παιδί μου. Να, μου λείπει πολύ ο Κώστας, αυτό είναι όλο…
Δύο χρόνια πέρασαν από τότε κι η Ελένη πήγε ν’ ανταμώσει τον Κώστα της. Ήταν Χριστούγεννα και η Αγάπη με τον Στέφανο και τα παιδιά τους, όπως έκαναν σε όλες τις αργίες και τις γιορτές, βρίσκονταν στο σπίτι του Μαραθώνα. Μαζί ετοίμασαν τα φαγητά και τα γλυκά, στόλισαν το δέντρο, όπως τα καλά τα χρόνια. Ήξεραν πως ο Βασίλης με την οικογένειά του δεν θα έρχονταν· είχαν πάει στην Αυστρία.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς μαζεύτηκαν και οι φίλοι και γείτονες στο σπίτι. Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν με την Αγάπη στο πιάνο πάντα, έπαιξαν χαρτιά, για το καλό, παλιές συνήθειες, όταν η Ελένη τους είπε πως είχε κουραστεί και ήθελε να ξαπλώσει. Τους χαιρέτησε έναν προς ένα και ανέβηκε στο δωμάτιό της.
-Θέλεις να έρθω, μαμά; ρώτησε η Αγάπη.
-Όχι, κοριτσάκι μου. Την ευχή μου να έχετε…
Δεν πέρασαν δέκα λεπτά, όταν ακούστηκε ένα γδούπος από πάνω. Έτρεξε η Αγάπη με τον Στέφανο να την ακολουθεί και βρήκαν την Ελένη πεσμένη στα πόδια του κρεβατιού…
«Οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου» έγραφε η ιατρική γνωμάτευση…
Από κει και πέρα άρχισαν τα παρατράγουδα. Ειδοποιήθηκε ο Βασίλης, που ήρθε μετά από δύο μέρες, έγινε η κηδεία με την ίδια μεγαλοπρέπεια, όπως και του Κώστα και άρχισαν οι κατηγορίες… «Εσύ τη σκότωσες… Τι τα ήθελες όλα αυτά;… Γριά γυναίκα ήταν… Καλά της τα έλεγα εγώ… Το σπίτι έπρεπε να είχε πουληθεί και να είχε πάει σε κάποιο γηροκομείο… Ήταν μεγάλο για κείνη…»
Και καταλήγοντας, ζήτησε τι λογαριασμό είχε η Ελένη και πού πήγαν όλα αυτά τα λεφτά… «Εμ βέβαια, γι’ αυτό την είχατε από κοντά, για να της τα φάτε… Αλλά δε θα σας αφήσω έτσι… Πολλά θα πάθετε… Θα μου τα επιστρέψετε και με τόκο…»
Το είπε και το έκανε ο Βασίλης. Άρχισε αμέσως τις καταγγελίες και τις αγωγές, άρχισαν τα δικαστήρια, πείσμωσε και η Αγάπη και αρνιόταν να πουληθεί το σπίτι…
Κι έχουν περάσει τόσα χρόνια και τα ακροκέραμα κλαίνε βουβά για την κατάντια τους και την κατάντια αυτών των αδελφών. Τα παράθυρα σφάλισαν τα μάτια τους, να μη βλέπουν την ασχήμια των ανθρώπων και οι στυλοβάτες κουράστηκαν να κρατούν στις πλάτες τους την κακία και το μίσος που πήραν τη θέση της αγάπης και της ομόνοιας…
Και μένει εκεί, αμίλητο και θλιμμένο το σπίτι, το αρχοντικό του Μαραθώνα…
ένα διήγημα της Αθηνάς Μαραβέγια 17.01.2017
Πηγή: www.logografis.gr
Ευχαριστούμε την urbex Hellas για την πολύτιμη συνδρομή της και το φωτογραφικό υλικό:
Fb: urbex Hellas Insta: urbex_Hellas
Comments