Η φυγή των Καλικαντζάρων | τα Θεοφάνια
Οι μέρες των Χριστουγέννων, μας είναι τη σήμερον ημέρα χαρούμενες και φωτεινές, αλλά οι παλιοί συνέδεαν τον χειμώνα και με το κρύο αλλά και το θάνατο. Το θρησκευτικό αίσθημα μπλεκόταν με τα παγανιστικά έθιμα που μιλούσαν για πνεύματα που ανέβαιναν από τον Κάτω Κόσμο όταν κρυβόταν ο ήλιος. Το χειμερινό ηλιοστάσιο σηματοδοτούσε την πιο σκοτεινή και άγονη περίοδο του έτους, παράλληλα με την έναρξη του νέου κύκλου φωτός και ευημερίας. Εορταζόταν από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας, στην αρχαία Ελλάδα με το Τριέσπερον, στην αρχαία Ρώμη με τα Σατουρνάλια κλπ.
Η λαογραφική προέλευση
Σύμφωνα με τη λαογραφία υπήρχαν όντα που είχαν ως σκοπό να προκαλέσουν το χάος και ενίοτε την καταστροφή των Χριστουγέννων. Διάσπαρτη στην ελληνική λαογραφία είναι η παρουσία μυθικών πλασμάτων με το όνομα «Καλικάντζαροι».
Πρόκειται για δαιμόνια αρχαίας καταγωγής που σύμφωνα με τη σύγχρονη λαϊκή δοξασία βρίσκονται με το ένα πόδι στο Κάτω Κόσμο, όπου προσπαθούν να κόψουν το Δέντρο της Ζωής που στηρίζει τη γη. Με το άλλο πόδι τριγυρίζουν στην ανθρώπινη νύχτα, προσπαθώντας να αποσταθεροποιήσουν την τάξη του κόσμου κατά τις γιορτινές μέρες.
Κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι Καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι που είχαν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο αλλά δεν είχαν βαπτισθεί αμέσως, τερατώδη βρέφη, ή όσοι πέθαναν ή αυτοκτόνησαν το Δωδεκαήμερο.
Ανά περιοχή εμφανίζονται με διαφορετικά ονόματα όπως: «καλκατζάνια», «καρκάντζαροι», «καρκαντζέλια», «καρακατσέλια», «καρκάντζολοι», «λυκοκάντζαροι», «σκαλικαντζέρια», «σκαλαπούνταροι», «τζόγιες», «λυκοκάντζαροι» και «κωλοβελόνηδες».
Πιστεύεται ότι οι παραδόσεις σχετικά με τους Καλικαντζάρους αποτελούν μακρινή ηχώ των ελληνορωμαϊκών εορτών της λήξης του έτους, όπως τα Σατουρνάλια, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από έντονο διονυσιακό χαρακτήρα και μεταμφιέσεις. Συχνά υποστηρίζεται ότι είναι επίσης απομεινάρια της μυθολογίας των Κενταύρων, των Σατύρων και του Πάνα ή των αιγυπτιακών Κάνθαρων.
Παραδόσεις με αντίστοιχα δαιμονικά όντα που εμφανίζονται το Δωδεκαήμερο υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους χριστιανικούς λαούς. Στα Επτάνησα πιστεύουν ότι τα «Λυκοτσαρδά» ή «Παγανά» είναι αόρατες δυνάμεις που μπορούν να κάνουν χιλιάδες κακά. Είναι τα κακοποιά σύνεργα του σκότους και των ποταμίσιων νερών, που παρουσιάζονται με το πρώτο άστρο των Χριστουγέννων, κι εξαφανίζονται με το αγίασμα των νερών, τα Φώτα.
Παγανά γενικότερα είναι τα ξωτικά και τα φαντάσματα. «Paganus» έλεγαν το χωρικό, τον αστράτευτο και κατόπιν το μη χριστιανό, ενώ από τη λέξη αυτή προέρχεται και το αγγλικό «pagan», που είναι ο ειδωλολάτρης.
Οι Καλικάντζαροι στη Μικρά Ασία
Το δωδεκαήμερο οι γιαγιάδες στα παράλια της Μικράς Ασίας, μάζευαν τα εγγονάκια τους δίπλα στο τζάκι ή στο ζεστό μαγκάλι και τους διηγούνταν ιστορίες για καλικάντζαρους. Βαθύτερος στόχος τους ήταν να μη βγουν έξω, αφού δεν είχαν σχολείο και διαβάσματα, αλλά και για να κοιμηθούνε νωρίς. Τα παιδιά της "άνω τάξης" μάθαιναν τις ίδιες ακριβώς ιστορίες, αλλά από τις παραμάνες και τις νταντάδες, αφού οι γιαγιάδες της αριστοκρατίας απαξιούσαν και έλεγαν «Καλικάντζαροι; Πιφ, τσοκαρία…». Οι πλούσιοι δεν πίστευαν στους καλικάντζαρους.
Οι φτωχοί όμως έπαιρναν πολλές προφυλάξεις. Στη Σμύρνη, πίστευαν ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν πεθαμένα μες στο δωδεκαήμερο, θα γίνουν καλικάντζαροι. Πίστευαν επίσης ότι αν κάποιο παιδί γεννηθεί ανήμερα Χριστούγεννα, δηλαδή την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός, το παιδί αυτό θα γινόταν τρισκατάρατος καλικάντζαρος! Για να μη γίνει λοιπόν, έκαιγαν τα νυχάκια του μωρού στα χεράκια του και στα ποδαράκια του, γιατί καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν γίνεται.
Σκοπός των «παγανών»
Οι Καλικάντζαροι βγαίνουν την παραμονή των Χριστουγέννων από «τον κάτω κόσμο», τον Άδη. Τον υπόλοιπο χρόνο κατοικούν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δέντρο που κρατά τη γη, το οποίο αποτελεί συνέχεια του αρχαίου μύθου του Άτλαντα. Ένας ακόμα από τους αμέτρητους συμβολισμούς του χριστουγεννιάτικου δέντρου που στολίζουμε είναι η ακεραιότητα του δέντρου που στηρίζει τη γη.
Συνήθως κατά τον ερχομό τους κατοικούν σε μύλους, γεφύρια, ποτάμια και τα τρίστρατα, μακριά από τον ανθρώπινο πολιτισμό, παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.
Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η εξαιρετική ασχήμια τους, συχνότερα παρουσιάζονται κοντοί, με μεγάλα νύχια και ουρά. Είναι δύσμορφοι και φορούν κουρελιασμένα και βρώμικα ρούχα, με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία.
Είναι κουτοί και κινούνται σε ομάδες. Οι μικροί καλικάντζαροι είναι περισσότερο κωμικά στοιχεία. Οι ηγέτες τους είναι ψηλοί και τριχωτοί, έξυπνοι, πονηροί και ιδιαίτερα κακοί. Ο αρχηγός των καλικάντζαρων ονομαζόταν συχνά «Κωλοβελόνης» ή «Αρχι-τζόγιας», ή «Μαντρακούκος».
Συνήθως είναι πάρα πολύ λαίμαργοι, αγαπούν τις τηγανίτες και τα γλυκά. Στόχος τους κατά όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, είναι να ταράζουν την ανθρώπινη τάξη.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια και κάνοντας μεγάλη φασαρία. Μπαίνουν στα σπίτια από την καμινάδα, μολύνουν τη στάχτη στο τζάκι και «μαγαρίζουν» το νερό, το λάδι, τα γλυκά και τα φαγητά σβήνοντας τη φωτιά.
Σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζονται και ως κλέφτες και παλαιότερα όταν κάτι χανόταν από το σπίτι αποδίδονταν σε «κλοπή» καλικάντζαρου.
Είναι κακά και πονηρά όντα, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, παρά μόνο να τους πειράξουν, να τους ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν. Θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι, γι’ αυτό και οι γυναίκες ακόμα τους περιπαίζουν και τους αποκαλούν σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες.
Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν. Σε άλλους μύθους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους. Συχνά εμφανίζονται και ως χορευταράδες, αρπάζουν όποιον βρουν τη νύκτα και τον στροβιλίζουν στο χορό μέχρι να πέσει λιπόθυμος, ο γνωστός χορός των καλικάντζαρων.
Αντιμετώπιση των Καλικαντζάρων
Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν τους Καλικάντζαρους με διάφορους τρόπους. Μια τακτική, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, ενάντια στα δαιμόνια αυτά ήταν και η καύση του «Χριστόξυλου» ή αλλιώς του «Δωδεκαμερίτης». Επρόκειτο για ένα ξύλο χοντρό και ανθεκτικό, από πεύκο ή ελιά, που καιγόταν στο τζάκι ακατάπαυστα από τη ημέρα των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνια και είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα κατά των καλικάντζαρων και των κακών πνευμάτων.
Ένα ακόμα όπλο εναντίων των καλικαντζάρων ήταν το λιβάνι. Το σιχαίνονται και γι’ αυτό οι νοικοκυρές θυμιάτιζαν το σπίτι κάθε απόγευμα και άφηναν το θυμιατήρι δίπλα στο τζάκι καθ΄ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου.
Οι σπιτονοικοκυρές σκαρφίζονταν επίσης διάφορα τεχνάσματα για να τους αποσπάσουν την προσοχή, ώστε να μην δημιουργούν προβλήματα. Όπως, για παράδειγμα, να τοποθετούν στο άνοιγμα της καπνοδόχου ή πίσω από την πόρτα ένα κόσκινο. Οι Καλικάντζαροι, ως περίεργοι και ανόητοι που είναι, ξεκινούν να μετρούν τις τρύπες. Μόλις όμως φθάσουν στον αριθμό δύο, σταματούν το μέτρημα, γιατί δεν ξέρουν παρακάτω. Έτσι, ξεκινούν πάλι από την αρχή χωρίς να μπορούν ποτέ να ολοκληρώσουν τη δουλειά που τους είχε ανατεθεί, ώσπου χαράζει η μέρα και πρέπει να κρυφτούν και πάλι.
Η φυγή των Καλικαντζάρων
Στην ελληνική εθιμολογία, η τελετουργία των Θεοφανίων, δηλαδή ο «αγιασμός των υδάτων», συμβολίζει τον εξαγνισμό και την απαλλαγή των ανθρώπων από την επήρεια των δαιμονίων. Για αυτό οι Καλικάντζαροι βιάζονται να χωθούν γρήγορα πίσω στα βάθη της Γης, προτού ο παπάς αρχίσει ν' αγιάζει τα νερά. Με τον αγιασμό των υδάτων, τρέπονται σε άγρια φυγή και για να μην ξεμείνει κανένας πάνω στη Γη, παρακινεί ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Φορτώστε να φορτώσουμε, κι αϊντέστε να φύγουνε, τ' έφτασε ο τουρλόπαπας, με την αγιαστούρα του».
Όταν τα δαιμόνια γυρίζουν στο Κάτω Κόσμο και βλέπουν το δέντρο της Ζωής ακέραιο να έχει βγάλει νέους βλαστούς, μανιάζουν και αρχίζουν πάλι να το κόβουν μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα, που βγαίνουν ξανά στη γη και αρχίζουν πάλι να ξεσπάνε στους ανθρώπους.
Ζυγουράκη Κατερίνα
Πηγές
Μανδηλαράς Φίλιππος, "Τα ξωτικά: "Όψεις του φανταστικού στον νεοελληνικό πολιτισμό".
Comments