Κρίσεις κι Επικρίσεις
Κουτσομπολιό, κοινωνική κριτική, σχολιασμός των φίλων, των συνεργατών, των γνωστών (και των αγνώστων) της επικαιρότητας, του κοινωνικού γίγνεσθαι, των πάντων! Απόψεις εμφορούμενες με προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και πλήρεις απαξίωσης για κάθε τι που δεν συνάδει μ’αυτές. Κρίσεις κι επικρίσεις, ως ένα φαινόμενο που, ιδιαίτερα στους καιρούς που ζούμε, καθίσταται εξόχως έντονο διαταράσσοντας τις προσωπικές μας σχέσεις και την κοινωνική ομόνοια και συνοχή.
Άραγε γιατί δεν υπάρχει ανεκτικότητα;
Γιατί δεν αντέχουμε την άλλη άποψη; Γιατί νιώθουμε ότι θα πρέπει να «κατατροπώσουμε» τον έτερο, να κατισχύσει η άποψή μας, μετερχόμενοι μάλιστα επιχειρημάτων που θεωρούμε ακλόνητα; Γιατί συχνότατα οδηγούμαστε σ’ έναν στατικό χαρακτηρισμό του ετέρου ως «εχθρού» εάν η άποψή του, η θέση του ή ο τρόπος ζωής του αφίστανται των δικών μας;
Αν αναλογιστούμε το όλο ζήτημα και τις εντάσεις που βιώνουμε τόσο σε ατομικό, διαπροσωπικό επίπεδο, όσο και σε ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για έναν τρόπο άκρως αναποτελεσματικό, είτε πρόκειται για καταφανείς επικρίσεις είτε για λεπτοφυείς υποκρυπτόμενες επικρίσεις διά του αποδεικτικού λόγου. Κανείς δεν κατανόησε, κανείς δεν βελτιώθηκε, κανείς δεν άλλαξε γνώμη επειδή «βομβαρδίστηκε» με πληθώρα δεδομένων και στοιχείων, με τρόπο που να νιώσει υποδεέστερος, μικρός κι ανάξιος.
Αντιθέτως, το μόνο που επιτυγχάνει μια τέτοια πρακτική είναι τη γιγάντωση του θυμού στον «βαλλόμενο» ενώ απλά ενισχύει την γνωστική κατίσχυση και την υπεροψία κι αλαζονεία του βάλλοντος. Η γνώση (1) εκεί χρησιμοποιείται με καθαρά ιδιοτελή – αν και ανεπίγνωστα – κίνητρα, γιατί υποκρύπτεται ένα αίσθημα ανωτερότητας του έχοντος τη γνώση και δεν στοχεύει σε συλλογική βελτίωση της κατάστασης και στο συλλογικό «καλό».
Επομένως, γιατί εμμένουμε σε μια τόσο αναποτελεσματική πρακτική;
Μια ειλικρινής παρατήρηση του εαυτού μας, θα μας αποκάλυπτε ότι εκείνο που ο ψυχισμός αποφεύγει είναι το αίσθημα της προσωπικής ακύρωσης το οποίο μάλιστα συχνά βιώνεται ως καταβαράθρωση. Σ ’ένα υποσυνείδητο επίπεδο, οι κρίσεις κι επικρίσεις αποτελούν μία από τις κυρίαρχες άμυνες του ψυχισμού. Όσο πιο φοβισμένοι είμαστε τόσο περισσότερο επικρίνουμε. Όσο περισσότερο νιώθουμε ότι ο έτερος, οι απόψεις του, ο τρόπος του βίου του απειλεί την δική μας πρακτική, συναισθηματική ή νοητική ασφάλεια, τόσο περισσότερο θεριεύει η επικριτική διάθεση. Καθησυχάζεται έτσι ο ψυχισμός ότι η διαφορετικότητά μας από το αντικείμενο της επίκρισης θα μας προστατεύσει από φαντασιακές ή πραγματικές απειλές του βίου. Το βλέμμα στρέφεται προς τα έξω και ξορκίζει ό,τι επικρίνει.
Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί καθήλωση στο πρόβλημα κι όχι τη λύση του. Συνιστά διαχωρισμό από τους άλλους και συχνότατα διαρρηγνύει τις σχέσεις ή την κοινωνική συνοχή. Όπως αναφέρει κι ο σοφιστής Αντιφών, «γνωρίζοντας και παρατηρώντας τους δικούς τους νόμους και συνήθειες κι όχι των άλλων, οι άνθρωποι καταλήγουν στην καθιέρωση αυθαίρετων διακρίσεων μεταξύ τους…»(2). Μάλιστα, δίχως να γίνει αντιληπτό, ο άνθρωπος διαχωρίζεται από τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί αδυνατεί να δει τους φόβους του ή τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του. H συμπάθεια και η συμπόνια του ίδιου μας του εαυτού, που επέρχεται από την πλήρη κατανόησή του, μιας απελευθερώνει ουσιαστικά. Απαιτείται μία διαδικασία «ομογνωμοσύνης του καθενός με τον εαυτό του»(2). Τότε παύουν οι αμυντικοί μηχανισμοί των προβολών προς τους άλλους. Και τότε μπορούμε να σταθούμε με συμπάθεια και συμπόνια προς τον εκάστοτε έτερο. Τότε οι διαφορές γίνονται αντιληπτές ως εμπλουτισμός, ως προαγωγή της σκέψης μας για ένα κοινό καλό, για κοινό σκοπό, όχι ως αντιπαράθεση και υπερίσχυση. Απαιτείται ευρύνοια κι όχι μισαλλοδοξία, ουτώς ώστε να επέλθει η σύνθεση, η εσωτερική και κοινωνική «ομόνοια»(2).
Εν ολίγοις, η ανεκτικότητα είναι το ζητούμενο.
Όχι ο επικριτικός λόγος, έστω και υποκρυπτόμενος πίσω από τον επιστημονισμό. Όχι συγκρίσεις ούτε του εαυτού με τους άλλους, αλλά ούτε του εαυτού με τον ιδανικό εαυτό. Εν κατακλείδι, ουδεμία επίκριση προς οιονδήποτε. Είναι βεβαίως χρήσιμη η δόμηση της πρότυπης σκεπτομορφής, αλλά μόνον ως κίνητρο, όχι ως προκρούστειο μέτρο σύγκρισης!
Ας μπορέσουμε να αναβιβασθούμε στον τόπο της σύνθεσης, ας βρεθεί το υψηλότερο σημείο, το σημείο της Αναίρεσης των Αντιθέτων, το σημείο της αγαστής συνύπαρξης. Είναι η – κατά τον Χαίγκελ(3) – σύλληψη της έννοιας, η ματιά πέρα από τις αισθήσεις και τη μορφή των πραγμάτων. Μια τέτοια σύνθεση απαιτεί ανεκτικότητα και παράγει τη Μέση Οδό. Πρόκειται για μια εσωτερική κι εξωτερική σύνθεση που υπηρετεί την Αγάπη και το Κάλλος, που συγκροτεί και δημιουργεί κι εμπνέει, δίχως ν’ αποκλείει την διάκριση και την ατομική οριοθέτηση.
Η επίκριση είναι το δηλητήριο των σύγχρονων κοινωνιών, το νεκροταφείο της αγάπης σε κάθε έκφανση του βίου. Ας μη μιζεριάζουμε λοιπόν εστιάζοντας στο τι δεν είναι «σωστό» ή κατάλληλο. Ας μην διαχωριζόμαστε. Ας επιλέξουμε να μην παραμείνουμε «ανάγαπα» όντα.
Ευαγγελία Πολίτη
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
(1) Όρα «Το όπλο της Γνώσης»
(2) Όρα «Τέχνη Αλυπίας – ο σοφιστής Αντιφών κι η ψυχολογία στην Αρχαία Ελλάδα», Δέσποινα Μωραΐτου, Εκδόσεις Gutenberg.
(3) Όρα «H Επιστήμη της Λογικής», Γκέοργκ-Βίλχεμ-Φρίντριχ Χέγκελ (Έγελος), Εκδόσεις Δωδώνη.
Comments