Μικρά θερινά εγκλήματα βραδείας αναφλέξεως
Καλοκαιράκι στην παραλία και η σκηνή συνηθισμένη. Ένα νεαρό ζευγάρι με τα μικρά παιδάκια του κάθεται στο διπλανό τραπεζάκι του παραλιακού περιπτέρου. Το κοριτσάκι είναι δεν είναι τριών χρονών ενώ ο αδελφός της δεν είναι πάνω από 1,5 έτους. Εκ πρώτης όψεως μια εικόνα ειδυλλιακή και χαρούμενη.
Καθώς όμως βρίσκομαι ακριβώς δίπλα τους δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω τα δρώμενα. Η μικρούλα – ας την ονομάσουμε Μαρία – είναι κινητική αλλά σχεδόν αμίλητη. Πιο δραστήριος ακόμη ο αδελφούλης της – ας τον ονομάσουμε Γιώργο – με όλη την αδεξιότητα και την αφέλεια της ηλικίας του. Η μικρή Μαρία δέχεται συνεχώς εντολές από την μητέρα της «μην παίζεις εδώ, μην πετάς χαλίκια, πήγαινε πιο κει, όχι στο νερό, μείνε κοντά» και κυρίως «άσε το Γιωργάκη ήσυχο». Η μητέρα φαίνεται κάπως νευρική κι απηυδησμένη. Ο πατέρας κάθεται ήσυχος στο τραπέζι και συνομιλεί μ’έναν φίλο τους. Κάποια στιγμή η μητέρα λέει στον πατέρα να πάει να πάρει το Γιώργο γιατί «η Μαρία τον κακοποιεί». Γυρίζει μάλιστα και στον φίλο τους και επαναλαμβάνει την εν λόγω φράση. Ενόσω ο πατέρας σηκώνεται να πάει στα παιδιά, με αρκετή ένταση κι απαντοχή η μητέρα λέει στον φίλο τους «από τότε που γεννήθηκε ο μικρός, ενώ η Μαρία ήταν πιο ανεξάρτητη, παλιμπαιδίζει» (!). Και συμπληρώνει «Ζηλεύει τον μικρό. Άσε που δεν πάει πουθενά χωρίς το λούτρινο κουβερτάκι της. Ακόμα κι εδώ στην παραλία το έχουμε φέρει, αλλιώς δεν ησυχάζει» και με μια απότομη κίνηση, σαν να συγκρατεί την έντασή της, πετάει το κουβερτάκι σε μια απ’τις καρέκλες.
Πράγματι, η μικρή Μαρία πάει συνεχώς και πιάνει τον αδελφό της, προσπαθεί να τον σηκώσει, τον σπρώχνει προς κάποια παιχνίδια, σαν να τον πιέζει να παίξουν με συγκεκριμμένο τρόπο, τον αγκαλιάζει σφιχτά – ίσως πιο σφιχτά απ’ ό,τι θα έπρεπε – και τον τραβολογάει απ’το χέρι όπου πάει. Ο μικρός Γιωργάκης όμως την ακολουθεί σχεδόν αδιαμαρτύρητα, μόνον στο σφίξιμο λίγο δυσανασχετεί. Η μητέρα, επαναλαμβάνοντας στην παρέα της ότι η Μαρία ζηλεύει τον αδελφό της, σηκώνεται, αρπάζει την κόρη της και την αποθέτει απότομα στην αγκαλιά του συζύγου της. Καθώς δυσανασχετεί η μικρούλα, της δίνει το κουβερτάκι της και το παιδί ησυχάζει. Κρατώντας η ίδια στην αγκαλιά της τον Γιωργάκη, μέσα στις κουβέντες της πετάει όλο νόημα την φράση «Α, εμείς τη Μαρία την αγαπάμε περισσότερο απ’ το Γιώργο! Πώς αλλιώς; Αυτός είναι μικρός».
Παρατηρώ τη μικρούλα. Το προσωπάκι της είναι σοβαρό πολύ και σκεπτικό, και κυρίως, δύσπιστο. Το βλέμμα της παρατηρεί τη μητέρα της σοβαρά και παραμένει αμίλητη.
Σκέπτομαι, πώς να μην είναι δύσπιστη η μικρούλα; Όλη η στάση κι η συμπεριφορά της μητέρας της δείχνει το λιγότερο ένταση – για να μην πω νευρικότητα και θυμό – την επιπλήττει συνεχώς, αλλά στο τέλος δηλώνει ότι «την αγαπά περισσότερο απ’ τον αδελφό της» (!). Κι αναρωτιέμαι αλήθεια πόσα λάθη ανεπίγνωστα κάνουν οι γονείς! Γονείς οι οποίοι πιθανότατα να έχουν καλές προθέσεις, αλλά άγνοια του ψυχισμού των παιδιών τους.
Εδώ λοιπόν υπάρχουν κάποια βασικά σημεία που χρήζουν επισήμανσης. Κατ’ αρχάς, η μικρή Μαρία δεν «ζηλεύει». Η ζήλια, όπως την εννοούμε, είναι ένα ενήλικο συναίσθημα ενώ τα παιδιά στην πραγματικότητα αντιλαμβάνονται κάτι τελείως διαφορετικό. Πρόκειται για ανασφάλεια. Ανασφάλεια που προκύπτει από την αναπόφευκτη αλλαγή της ισορροπίας στην οικογένεια με την έλευση του δεύτερου παιδιού και την αδόκιμη συνήθως αντιμετώπιση των γονέων, οι οποίοι στρέφουν όλη τους την προσοχή στον νεώτερο μέλος και χειρίζονται ακατάλληλα την απόλυτα φυσιολογική επιθετικότητα που γεννάται στο πρωτότοκο παιδί, στην προσπάθειά του να τραβήξει εκ νέου τη ματιά των γονέων του. Αν μείνει ήσυχο και καλό, τότε οι γονείς εφησυχάζονται και παραμελούν ακόμη περισσότερο το πρωτότοκο αφού είναι «καλό παιδί». Γι’ αυτό και συχνότατα τα παιδάκια καταφεύγουν στην επιθετικότητα (1). Επιπλέον, αυτό που πιθανότατα νιώθει το πρωτότοκο παιδί είναι ότι δεν την αγαπούν πια τόσο όσο πριν, πράγμα που ενισχύει την ανασφάλεια και την ματαίωση του ιδίου και των αναγκών του (2). Κατά δεύτερον, η όποια επιθετικότητα της μικρής Μαρίας, που ερμηνεύεται ως ζήλια από την μητέρα της, δεν είναι παρά η ανάγκη της να συνδεθεί με τον μικρό της αδελφό, να πάρει από εκείνον την σωματική επαφή, που έχασε από τους γονείς της, και να τον «αναγκάσει» τρόπον τινά να της καλύψει τις ανάγκες της για τρυφερότητα κι αγάπη. Επιπλέον, το κουβερτάκι που τόση ένταση δημιουργεί στη μητέρα της, δεν είναι τίποτε άλλο από το λεγόμενο «μεταβατικό αντικείμενο» (3). Πρόκειται για έναν διευκολυντικό ψυχικό μηχανισμό του νηπίου διά του οποίου καταφέρνει έτσι να μεταβεί από τη σχέση της συγχώνευσης με το πρωταρχικό αντικείμενο –τη μητέρα– σε μια κατάσταση όπου σχετίζεται με τη μητέρα ως μια ύπαρξη ξεχωριστή απ’ αυτό. Το κουβερτάκι της μικρής Μαρίας δηλαδή «αντικαθιστά» τρόπον τινά την μητέρα της, επιτρέποντάς της ν’ αντέξει την απώλεια της σχέσης μαζί της όπως ίσχυε μέχρι τότε.
Και τρίτον και σημαντικότερον, τα παιδιά δεν καθησυχάζονται με τα λόγια, αλλά με τα έργα των γονέων τους. Παρατηρούν κυρίως τι κάνουμε κι όχι τι λέμε. Για τούτο και διαπαιδαγωγούνται καλύτερα με το παράδειγμά μας, παρά με τις νουθεσίες μας. Η δήλωση της μητέρας της ότι την αγαπούν περισσότερο, δεν έχει κανένα θετικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, γεννά δυσπιστία στο κόρη της. Το κοριτσάκι δεν μπορεί βέβαια να το επεξεργασθεί λογικά, αφού είναι πολύ μικρό, αλλά το συναίσθημα χαράσσεται ανεξίτηλα εντός της. Το αποτέλεσμα θα είναι να κλονισθεί ανεπανόρθωτα η σχέση μητέρας-κόρης με εύλογες συνέπειες για το μέλλον της σχέσης τούτης.
Και τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η μικρή Μαρία, αν και είναι το πρώτο παιδί, δεν καθίσταται ξαφνικά «μεγάλο» επειδή γεννιέται το δεύτερο. Είναι ένα νήπιο μόλις 3 ετών. Οι γονείς όμως εν γένει δεν αντιλαμβάνονται αυτήν την πραγματικότητα, ότι δηλαδή το παιδί τους παραμένει ένα ευάλωτο ον, με πολύ φτωχά συστήματα λογικής επεξεργασίας και συναισθηματικής αντοχής στις αλλαγές του περιβάλλοντος. Και ότι είναι οι ίδιοι που οφείλουν να παρέχουν στα παιδιά τους το διευκολυντικό περιβάλλον για την ομαλή ανάπτυξή τους.
Στους σύγχρονους εντατικούς ρυθμούς της ζωής και στις πλείστες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νέοι γονείς, είναι πράγματι συχνά πολύ δύσκολο το έργο τους. Όμως, η ψυχική υγεία των παιδιών τους, το μέλλον τους, οι μελλοντικές τους σχέσεις ως οικογένεια, αλλά και το ίδιο το μέλλον της κοινωνίας εξαρτώνται από το πόσο καλά θα ανταποκριθούν στον απαιτητικό τους ρόλο.
Ως γονείς, μερικές φορές αρκεί απλώς να προσπαθήσουμε να θυμηθούμε πώς ένιωθε ο δικός μας παιδικός εαυτός. Αν πάλι δεν θυμόμαστε, ίσως αυτό να είναι ένδειξη απώθησης των παιδικών βιωμάτων που μας ήταν δυσάρεστα, ωραιοποιώντας έτσι την παιδική μας ηλικία. Αν όμως αποδεχθούμε την άγνοιά μας και παραμένει ειλικρινής η πρόθεσή μας προς τα παιδιά μας, τότε υπάρχουν πλείστα συγγράμματα καθώς και σχολές γονέων που μπορούν να μας βοηθήσουν σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Ας αγκαλιάσουμε αυτήν την γνώση που μας παρέχεται κι ας αποφύγουμε αυτά τα μικρά εγκλήματα που τόσο ανεπίγνωστα διαπράττουμε. Κι ας καλλιεργήσουμε ένα έδαφος επικοινωνίας με τα παιδιά μας, ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την ψυχούλα τους, να τα αφουγκραστούμε, φροντίζοντας έτσι και τις συναισθηματικές τους ανάγκες, πέραν των απολύτως πρακτικών φυσικών αναγκών τους. Ας μην είμαστε στον αυτόματο πιλότο των πεποιθήσεων και των συνηθειών μας. Για να εξουδετερώσουμε αυτά τα λάθη-βόμβες βραδείας αναφλέξεως με τις ανυπολόγιστες ψυχικές αλλά και πρακτικές συνέπειες για το μέλλον όλων μας.
Ευαγγελία Πολίτη
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
25 Μαρτίου 2024
(1) Ο μηχανισμός περιγράφεται εξαιρετικά στο βιβλίο της Μέλανι Κλάιν, «Η Αγάπη και το Μίσος», Εκδόσεις Κονιδάρης, 2008.
(2) Germaine Guex, «Το Σύνδρομο της Εγκατάλειψης», Εκδόσεις ΣΥΝΘΕΣΙΣ, 2020.
(3) Donald W. Winnicot, «Διαδικασίες ωρίμανσης και διευκολυντικό περιβάλλον», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2003.
コメント