top of page
Εικόνα συγγραφέαΕυρυγένης

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου | Αφιέρωμα στον Βασίλη Ρώτα

23 Απριλίου 1616.


Όχι, δεν ξύπνησα 400κάτι χρόνια πίσω. Οι Μιγκέλ Ντε Σερβάντες , και Γουίλιαμ Σαίξπηρ, δύο από τους μεγαλύτερους συγγραφείς-δραματουργοί, της παγκόσμιας λογοτεχνίας, φεύγουν από τη ζωή, και η UNESCO, καθιερώνει την ημέρα αυτή, ως την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου.

Σήμερα, δε θα σου προτείνω κάποιο βιβλίο.

Σήμερα, η μέρα ανήκει σε όλα τα βιβλία, και σε όλους όσους έκρυψαν ένα μέρος της ψυχής τους μέσα σε αυτά.


βιβλίο
Wix αρχείο

Τι σχέση όμως μπορεί να έχει ο τόπος μας, τόσο με τα βιβλία, όσο και με τον Σαίξπηρ; Κράτα το στο νου σου, θα φτάσουμε κι εκεί σε λίγο.

Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, λοιπόν.

Στον τόπο μας, περπάτησε και έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, ένας εκ των σημαντικότερων του περασμένου αιώνα. Σημαντικότερων τι;


Τι τίτλο να δώσεις σε έναν άνθρωπο που ήταν τόσα πολλά;


Συγγραφέας; Δραματουργός; Ποιητής; Ηθοποιός; Δάσκαλος; Καθηγητής; Λοχαγός; Συνταγματάρχης; Αντάρτης; Πατριώτης; Σε έναν άνθρωπο που πάλεψε μέχρι τέλους της ζωής του για τα ιδανικά του; Για το λαό του; Για τον άνθρωπο;


(Στο μεταξύ, είναι πολύ αστείο το γεγονός ότι προσπαθώ να σε κρατήσω σε αγωνία για το άτομο που θα μιλήσω, ενώ στον τίτλο, γράφει το όνομα του με τεράστια γράμματα!)


Ο Βασίλης Ρώτας, το παιδί από το Χιλιομόδι Κορινθίας, έμελλε να γίνει ένας από τους λίγους που πέρασαν από αυτόν τον τόπο, και άφησαν πίσω τους τόσο μεγάλη πολιτισμική κληρονομιά.

Γεννημένος στις 5 Μαΐου του 1889, από τη Μαριγώ και τον Παναγιώτη Ρώτα, αφήνει από νωρίς τη δύσκολη αλλά συνάμα ανέμελη ζωή του χωριού, και τα μισά της δεκαετίας του 1890 τον βρίσκουν στην Κόρινθο, όπου η οικογένεια του, έχοντας πέσει θύμα εξαπάτησης σε κάποια θέματα κληρονομικά, βρίσκεται να ζει στο νοίκι, που κι αυτό κάποια στιγμή, ήταν αδύνατο να πληρωθεί. Και τι μ’ αυτό; Το πνεύμα και το ηθικό του μικρού Βασίλη, δεν τσακίστηκαν ποτέ!

Ο Βασίλης Ρώτας
Ο Βασίλης Ρώτας | Φωτ. αρχείο της Ελένης Βασιλοπούλου

Πανέξυπνος νέος, αποφοιτά αριστούχος του γυμνασίου στα δεκαέξι του χρόνια, και γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Πολλές μέρες και νύχτες, μόνη του τροφή, ήταν η τροφή του νου του. Από τις πρώτες μέρες του στη σχολή, ανέπτυξε σχέσεις καρδιάς, με τους Βάρναλη και Αυγέρη, που το πάθος τους για την τέχνη και την ποίηση, δημιούργησε δεσμούς άρρηκτους ανάμεσά τους. Μαζί, πρωτοστάτησαν κόντρα στους γλωσσαμύντορες, το κίνημα της εποχής, που στήριζε την αρχαΐζουσα, στηρίζοντας πως η γλώσσα, η δημοτική γλώσσα, ήταν δικαίωμα όλων, και όχι μόνο των λίγων.


Παράλληλα με τις σπουδές του, εργάζεται ως αρθρογράφος την εφημερίδα «Ακρόπολη», ενώ η αγάπη του για το θέατρο, τελικά τον οδηγεί στο κατώφλι της Δραματικής σχολής του Ωδείου Αθηνών, οπού ξεκινά και επίσημα η ενασχόλησή του με την ηθοποιία και τη συγγραφή, και παρά τις διάφορες απογοητεύσεις και αποδοκιμασίες που βίωσε, το 1908, το περιοδικό «Ο Νουμάς», κάνει πρωτοσέλιδο το ποίημα του «Μάνα μου», το οποίο αποσπά διθυραμβικές κριτικές, και του δίνει την αναγνωρισιμότητα που τόσο ποθούσε. Η άνοιξη του 1910, τον βρίσκει στρατιώτη στο μέτωπο, όπως και οι δύο ακόλουθες δεκαετίες, μιας και για να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, πηγαίνει στη σχολή εφέδρων αξιωματικών, και μέσα σε αυτά τα χρόνια, ηγείται των λόχων του σε σημαντικές μάχες, τραυματίζεται, μάχεται για τους στρατιώτες του και την πατρίδα του.


Τα χρόνια κυλάνε, ερωτεύεται μια γυναίκα, μα ο έρωτας τους μένει ανεκπλήρωτος, γράφει έργα, ποιήματα, οι μάχες συνεχίζονται, κατηγορείται για προδοσία, κι άλλα ποιήματα, απελευθερώνεται, φυλακίζεται, δραπετεύει, ερωτεύεται ξανά μα κι αυτός του ο έρωτας μένει ανεκπλήρωτος, έχει άλλωστε παντρευτεί με άλλη γυναίκα, και αποκτήσει τρία παιδιά.


Η μεγάλη πνευματική μεταπήδηση του Ρώτα, ήρθε, όταν ήρθε σε πραγματική επαφή με το έργο του Σαίξπηρ. Ο λόγος και η αριστοτεχνική του δομή, ώθησαν τον Ρώτα, να ξεκινήσει να μελετά τα πρωτότυπα κείμενα του, χωρίς να γνωρίζει αγγλικά, αλλά μαθαίνοντας τα παράλληλα με την ανάγνωση των έργων, όπως άλλωστε είχε μάθει γερμανικά διαβάζοντας Σίλλερ, γαλλικά από το Μολιέρο, ρωσικά από τον Πούσκιν, τον Τσέχωφ, κ.α.


Δάσκαλοι του Ρώτα, ήταν οι προαναφερθέντες. Ήταν ο Όμηρος, ο Αριστοφάνης. Ήταν τα παραδοσιακά τραγούδια, ο Καραγκιόζης. Μα πάνω απ’ όλους, ήταν ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ.

Διαβάζοντας και μαθαίνοντας μόνος του, ξεκινάει σιγά σιγά να κάνει τις δικές του προσαρμογές και μεταφράσεις. Γράφει παράλληλα και τα δικά του έργα, με ναυαρχίδα εκείνης της εποχής, το «Να Ζει το Μεσολόγγι», έργο που έχει παιχτεί από σχολεία, μέχρι το Εθνικό Θέατρο.



Φτάνει το τέλος της δεκαετίας του 1920. Αποστρατεύεται ως Συνταγματάρχης.


Ιδρύει το «Λαϊκό Θέατρο» της Αθήνας. Ένα θέατρο για το λαό. Είναι συνάμα διευθυντής, σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός. Ανεβαίνουν έργα, έχει υπέρμαχους και πολέμιους. Το Λ.Θ. συνεχίζει την πορεία του, μέχρι τις 4 Αυγούστου 1936, όπου το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά το κλείνει. Δεν ξέρω πώς να το θέσω πιο κομψά. Για δικτατορία μιλάμε.

Ο Ρώτας, ψυχικά και οι οικονομικά τσακισμένος, αποτραβήχτηκε στην επαρχία, και συνέχισε το έργο του. Παράλληλα, η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από το Γερμανικό ζυγό. Γράφει το «Ρήγας Βελεστινλής» μεταφράζει τον «Άμλετ», γράφει ηρωικά ποιήματα και τραγούδια, η κατοχή περνάει και έρχεται ο εμφύλιος. Γράφει, πάνω στη μουσική της «Κατιούσα» τον ύμνο του ΕΑΜ. Γενάρη το 1951, όντας συνταγματάρχης εν αποστρατεία, αναγκάζεται να περάσει από Στρατιωτικό Συμβούλιο, όπου όμως αθωώνεται αμέσως, έχοντας τη στήριξη παλιών του στρατηγών, που γνώριζαν τόσο την στρατιωτική, όσο και την ηθική του ακεραιότητα.


Επειδή το αφιέρωμα, δεν είναι και δε θέλω να γίνει κίτρινο, θα προσπεράσω κάποια γεγονότα, και συνεπώς και κάποια χρόνια, και θα φτάσω στα χρόνια που ο Βασίλης Ρώτας, μαζί με τη νέα του σύντροφο αλλά και συντρόφισσα του, Βούλα Δαμιανάκου, φτάνουν στη Νέα Μάκρη, και χτίζουν το σπιτικό τους. Η Βούλα, έχει κι αυτή μια μεγάλη ιστορία πίσω της. Όχι τόσο «φανταχτερή», όσο του Ρώτα, αλλά σίγουρα εξίσου ενδιαφέρουσα. Και πίστεψέ με, έχω αρκετό υλικό για ένα δικό της, ξεχωριστό αφιέρωμα.

Η Βούλα και ο Βασίλης Ρώτας, στο σπίτι τους, στη Νέα Μάκρη.
Η Βούλα Δαμιανάκου και ο Βασίλης, στο σπίτι τους, στη Νέα Μάκρη. | Φωτ. αρχείο της Ελένης Βασιλοπούλου

Σε αυτό το σημείο, θέλω να ευχαριστήσω πολύ, την κυρία Ελένη Βασιλοπούλου, κόρη της Βούλας Δαμιανάκου. Την ευχαριστώ που άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, του σπιτιού που έζησαν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους ο Β.Ρ. και η Β.Δ, και μου αφιέρωσε αρκετές ώρες από το χρόνο της, για να μου εξιστορήσει τη ζωή των προαναφερθέντων, καθώς και για τη βιβλιογραφία που μου παραχώρησε, για να κάνω την έρευνά μου, και να σου γράψω αυτά που διαβάζεις.


Ο Βασίλης, ήταν άνθρωπος του κόσμου, και ο κόσμος της Νέας Μάκρης, αν και διστακτικός απέναντι του, απέναντι στην καλοσύνη του και την αγάπη του για τον άνθρωπο, σύντομα αγκάλιασε τον «κύριο καθηγητή», όπως τον αποκαλούσαν, και την οικογένεια του. Κάθε που ο Βασίλης κουραζόταν από την πνευματική του εργασία, έπιανε την πένα η Βούλα, κι εκείνος, έβγαινε με τη γκλίτσα του για μακρινούς περιπάτους στο ύπαιθρο της Μάκρης μας.

Ο Ρώτας έφερε και εγκαθίδρυσε το θέατρο στις καρδιές των ανθρώπων της περιοχής. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, τα έργα του ξεκίνησαν να ανεβαίνουν στο σχολείο, στις εθνικές γιορτές, από τους μαθητές και τους κατοίκους της περιοχής.


Στιγμιότυπο από την παράσταση "Οι γραμματιζούμενοι" του Βασίλη Ρώτα.
Στιγμιότυπο από την παράσταση "Οι γραμματιζούμενοι" του Βασίλη Ρώτα. | Φωτ. αρχείο της Ελένης Βασιλοπούλου

Στη Νέα Μάκρη, γράφτηκαν πολλά έργα από τα έργα του, με ίσως τα δημοφιλέστερα, τουλάχιστον στην Ελλάδα του σήμερα, τα άπαντα του Σαίξπηρ, μεταφρασμένα στα Ελληνικά. Η ιστορία όμως, δεν τελειώνει εδώ.


Ο Βασίλης, η Βούλα, όπως και πολλοί ακόμα ξακουστοί ποιητές, συγγραφείς κ.α, εκείνης της εποχής, ήταν βαθιά αριστεροί άνθρωποι, όμως η αριστερά περνούσε μεγάλη κρίση, αλλά υπάρχουν ιστορικά βιβλία για να τα διαβάσεις αυτά. Πολλοί λασπολόγησαν το ζεύγος. Όμως με πίστη και υπομονή στα πιστεύω τους, κρατήθηκαν και προχώρησαν.

Μέχρι την 21η Απρίλη του 1967.


Ο Ρώτας, ένας άνθρωπος ταλαιπωρημένος από το πέρας του χρόνου, στο σώμα, σακατεμένος από τον πόλεμο, μα με πίστη και ψυχή καθαρή, σα μικρού παιδιού, φυλακίζεται και εξορίζεται στη Γυάρο, μα λίγο καιρό αργότερα, αρκετό όμως για να ταλαιπωρήσει το ήδη πονεμένο του κορμί, αθωώθηκε και επέστρεψε σπίτι του. Από εκεί, κατέβαλε τεράστια προσπάθεια, να ελαφρύνει τον πόνο των εξόριστων, με κάθε μέσο. Έδωσε συνεντεύξεις σε μεγάλα Ευρωπαϊκά μέσα, για τις συνθήκες κράτησης στο νησί, έστειλε χρήματα και τροφή…


Σαν όμως πέρασε λίγος καιρός, ο Ρώτας λύγισε. Έφτασε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, όμως η πρόταση που δέχτηκε για να γράψει ένα νέο έργο, το οποίο όμως δεν εκδόθηκε ποτέ, τον αναγέννησε, και έπεσε με τα μούτρα ξανά στο διάβασμα και τη συγγραφή, μέχρι το τέλος της ζωής του.


Ο Ρώτας, άφησε πίσω του μεγάλη κληρονομιά, πνευματική κληρονομιά. Όντας άνθρωπος του λαού, το έργο του, ήταν αφιερωμένο σε αυτόν. Έργο που η εξουσία, που πάντα απέναντι της στεκόταν αγέρωχος ο Ρώτας, λεηλάτησε, διαστρέβλωσε, και σε μεγάλο μέρος του, αποσιώπησε, για πολλά χρόνια. Κατηγορήθηκε ως «λαϊκό», και υποβαθμίστηκε. Όμως αυτό είναι το έργο ενός λαϊκού ανθρώπου. Το έργο που μπορεί να αγγίξει την ψυχή του λαού. Και ο λαός, δεν το ξέχασε ποτέ.


Μεγάλη η δουλειά του Ρώτα, τόσο η προσωπική, όσο και με την Δαμιανάκου. Δε θα στην παραθέσω, γιατί μπορείς πολύ εύκολα να την αναζητήσεις στο διαδίκτυο.


Αυτό που ήθελα σήμερα, ήταν να σε φέρω λίγο πιο κοντά σε αυτό το μεγάλο και ελεύθερο πνεύμα, που τόσα έχει προσφέρει σε αυτόν τον τόπο, κι όμως, λίγοι το γνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι είναι αυτοί που θα το γνωρίζουν μελλοντικά. Κι εγώ άλλωστε, δεν ήξερα περισσότερα από σένα.


Γνώριζα μόνο το πολιτιστικό κέντρο «Βασίλης Ρώτας», στην πλατεία Νέας Μάκρης, και την οδό με το όνομα του, επίσης στη Νέα Μάκρη.


Θέλω να κλείσω με την επιθυμία της Ελένης Βασιλοπούλου, η οποία θα έπρεπε να είναι επιθυμία όλων των Μακρινών, που είναι να δημιουργηθεί ένα μικρό μουσείο στη Νέα Μάκρη, με εκθέματα από τη ζωή του Βασίλη και της Βούλας. Υπάρχει τόσο μεγάλος όγκος φωτογραφικού και γραπτού υλικού, που είναι πραγματικά άδικο, όχι μόνο για τους δημιουργούς, αλλά και για εμάς τους ίδιους, να χαθεί με το πέρασμα του χρόνου, και να μην έρθει ο λαός σε επαφή με όλη αυτή την ιστορία.



Sorry for the long post.


Τα λέμε στο επόμενο!


Ευρυγένης



Comments


bottom of page