Όπως και τα Χριστούγεννα, έτσι και την Πρωτοχρονιά η νοικοκυρά του σπιτιού ετοίμαζε το σπίτι και μαγείρευε. Από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, δεν έλειπε η βασιλόπιτα. Τοποθετούσαν μέσα ένα φλουρί χρυσό και όποιος το έβρισκε θα ήταν ο τυχερός. Τη βασιλόπιτα την έκοβε ο νοικοκύρης του σπιτιού ή ο μεγάλος γιος. Πρώτα δημιουργούσαν έναν σταυρό πάνω στη βασιλόπιτα και μετά έκοβαν από αριστερά προς δεξιά (Του Χριστού, του φτωχού, του σπιτιού, του νοικοκύρη, κ.λπ.).
Την Πρωτοχρονιά, οι νονοί έπρεπε να δώσουν στα βαφτιστήρια τους την «πιλιστρίνα» ή ρούχα και παπούτσια. Επίσης οι παππούδες έδιναν στα εγγόνια τους την «πιλιστρίνα», τον μπουναμά (μπολαμά), δηλαδή χρήματα.
Τα Κάλαντα της παραμονής είχαν διάφορες παραλλαγές. Συνήθως το βράδυ «έβγαιναν» 2-3 παιδιά μαζί, και το ένα παιδί κρατούσε στα χέρια του ένα ομοίωμα καραβιού και τα άλλα παιδιά κρατούσαν φαναράκια.
Μια παραλλαγή είναι:
Αρχιμηνιά κυρά κι Αχριχρονιά
Κι αρχή του Γεναρίου
Κι αρχή κυρά μου που βγήκε ο Χριστός
Στη γη να περπατήσει
Κι εκεί κυρά μου που πρωτοπάτησε
Χρυσή μηλίτσα βγήκε
Και μες τα φύλλα κυρά μου της μηλιάς
Κοιμάται ο Άγιο-Βασίλης κ.λπ.
Άλλο ένα έθιμο είναι το έθιμο του ποδαρικού. Οι Μακρηνολιβισιανοί ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί με αυτό το έθιμο. Προτιμούσαν να τους κάνει ποδαρικό ένας καλός άνθρωπος, φίλος ή συγγενής και προ πάντων παιδί ( «Νάρτεις χα, να μας κάνεις ποδαρικόν»).
Από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι Μακρηνολιβισιανοί κρεμούσαν στις πόρτες των σπιτιών τους τις «Αθάνατες», δηλαδή μεγάλα κρεμμύδια που τα έφερναν από το βουνό και πρέπει να ήταν ρίζα του ασφοδελού. Οι «Αθάνατες» έμεναν κρεμασμένες στις πόρτες και έφερναν καλοτυχία στον καινούργιο χρόνο.
Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα, ο μύθος λέει, ότι έβγαιναν οι καλικάντζαροι. Οι Μακρηνολιβισιανοί πίστευαν ότι οι καλικάντζαροι έβγαιναν το βράδυ και κατέβαιναν από τις καπνοδόχους των σπιτιών στο τζάκι για να κάνουν ζημιές και να γλείψουν τα τηγάνια. Επίσης φρόντιζαν οι Μακρηνολιβισιανοί, μικροί και μεγάλοι, να έχουν μαζί τους ένα φυλαχτό ή σταυρό και όταν δουν κάποιον καλικάντζαρο, να πιάσουν ή να του δείξουν το φυλακτό. Φοβόντουσαν ότι αν συναντήσουν κάποιον καλικάντζαρο θα τους αγάθευε, δηλαδή θα τους χάζευε. Αλλά οι καλικάντζαροι αφού έκαναν όσα έκαναν αυτές τις μέρες έπρεπε να μπουν μέσα στη γη, γιατί αν έμεναν έξω θα γίνονταν ξωτικά.
Φαίη Παπαλά
Φοιτήτρια Ιστορίας Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών
Πηγή: «Λαογραφικά Μάκρης και Λιβισίου Λυκίας Μ. Ασίας», Μιχάλης Π. Δελησσάβας, Εκδόσεις: Δρόμων, Αθήνα 2002
Comments