Όταν το σώμα σκέπτεται & πώς τελικά καθορίζει τη ζωή μας
Έγινε ενημέρωση: 9 Δεκ 2023
«Η Σκέψη αντιστέκεται σ' αυτό που θα την εξελίξει»(1)
Με την ίδια τη γέννησή μας και στα πρώιμα στάδια της ζωής μας οι αποτυχίες ή οι επιτυχίες του διευκολυντικού μας περιβάλλοντος εγγράφονται στον ευαίσθητο κι εύπλαστο εγκέφαλό μας. Οι πρώιμες καταγραφές μας συνίστανται σε αισθήματα δυσφορίας, όταν οι φροντιστές μας αποτυγχάνουν, και σε αισθήματα ευφορίας, όταν οι προσπάθειές τους είναι επιτυχείς. Τούτες οι καταγραφές είναι ουσιαστικά «σωματικές», καθ’ όσον είναι προλεκτικές(2). Κατά τα φαινόμενα, τα ερεθίσματα αυτά δεν βρίσκουν ακόμη άλλα «σώματα»(3) ν’ανακλαστούν. Στις ακόλουθες φάσεις της ζωής μας, κατά την νηπιακή και παιδική ηλικία, και με την αυγή του νου, κάθε «υπενθύμιση» από τα γεγονότα του βίου αυτών των ευάρεστων ή δυσάρεστων αισθημάτων μας ωθεί στην επιδίωξη της ευφορίας και στην πάση θυσία αποφυγή της δυσφορίας, γεννώντας έτσι την επιθυμία και δομώντας ουσιαστικά το συναισθηματικό μας σώμα, που «χτίζεται» σταδιακά μέσω των ματαιώσεων ή των επιβραβεύσεων του περιβάλλοντός μας.
Επιθυμούμε δηλαδή σφόδρα οτιδήποτε μας κάνει να νιώθουμε ευχάριστα κι απωθούμε κάθε δυσάρεστο συναίσθημα ή κατάσταση.
Στα κατοπινά στάδια και με την εγκαθίδρυση των νοητικών ικανοτήτων, γίνεται προσπάθεια να ερμηνεύσουμε αυτά τα κύματα ευφορίας ή δυσφορίας και παράλληλα να δικαιολογήσουμε τις επιθυμίες μας, αλλά – δεδομένου ότι δεν έχουμε πρόσβαση στις ασυνείδητες προλεκτικές εγκεφαλικές εγγραφές – το μόνο που καταφέρνουμε είναι να στεκόμαστε στα φαινομενικά γεγονότα κι έτσι, αντί να ερμηνεύουμε ορθά, οδηγούμαστε σε παρερμηνείες. Κάπως έτσι ξεκινά ο φαύλος κύκλος της επιδίωξης της ικανοποίησης των επιθυμιών μας, της συχνότατα αναπόφευκτης ματαίωσής τους και του συνεπαγόμενου πόνου και της θλίψης της ανθρώπινης υπόστασής μας.
Ας σημειωθεί ότι σε τούτο το μηχανισμό φαίνεται ότι εδράζονται και πολλές από τις κατοπινές καθ’ έξιν συμπεριφορές μας, είτε αυτές είναι κοινωνικά αποδεκτές (επικίνδυνα αθλήματα, εμμονή με την φυσική ευεξία) είτε απλώς ανεκτές (κάπνισμα, βιντεοπαιχνίδια, «κόλλημα» σε σειρές ή ταινίες) είτε τέλος επιλήψιμες (αλκοόλ, ουσίες), στο βαθμό που αποφορτίζουν τη δυσφορία μας με την επενέργεια ισχυρότερων, σωματικών κυρίως, ερεθισμάτων «ξορκίζοντας» τρόπον τινά τη θλίψη μας.
Προσπαθούμε επιμόνως κι αενάως να μη θλιβούμε και, κάποια στιγμή, επειδή δεν μπο-ρούμε να αποφύγουμε την ανθρώπινη μοίρα, η θλίψη επέρχεται, συμβαίνει. Κι εμείς νιώ-θουμε αποτυχημένοι γιατί δεν καταφέραμε να γίνουμε ευτυχισμένοι…Το βιώνουμε σαν να πρόκειται για μια προσωπική αποτυχία, λες και είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμά μας η καθ’ εκάστην «ευτυχία».
Μετά από τις απανωτές συγκρούσεις μας με το Πραγματικόν του βίου, τίθεται το ερώτημα εάν η μόνη διαδρομή είναι αυτή του πόνου και της θλίψης ή εάν υπάρχει κι ο δρόμος της χαράς και της επίτευξης. Βιώνουμε μεν στιγμές χαράς κι επίτευξης, κατ’εξαίρεση δε, εντός ενός συνόλου δυσχερειών, δυσκολιών κι απωλειών της καθημερινότητάς μας, και δη αφού έχουμε καταβάλει υψηλό τίμημα σε κόπο και προσπάθεια. Σε τούτη τη διαδρομή μας από την δοκιμασία προς μία ζωή χαρούμενης μαθητείας κι εξέλιξης, παρασυρμένοι από την συνήθη μας αντιμετώπιση, βλέπουμε τα πράγματα μ’ένα διαζευκτικό «ή». Σαν να νομίζουμε ότι θα τελειώσουμε με το ένα στάδιο και μετά θα πάμε στο άλλο. Ας σκεφτούμε πόσο συχνά λέμε «να κάνω κι αυτό και μετά…», σ’ένα «μετά» που κάθε φορά τοποτεθείται ολοένα και μακρύτερα. Όμως, από τη σκοπιά της ανθρώπινης φύσης μας, αυτή η αμιγής κατάσταση ευφορικών συνθηκών δεν καθίσταται εφικτή. Και κάπως έτσι, εστιάζουμε στην θλίψη και θεωρούμε ότι δεν τα καταφέραμε.
Ίσως θα έπρεπε κάποια στιγμή να σκεφτούμε ότι θα πρέπει ν’αποδεχθούμε την ανθρώπι-νότητα μας και την θλίψη που εμπεριέχεται σε αυτήν. Και όταν την αποδεχτούμε αυτήν την θλίψη, όταν πάψουμε να την αποφεύγουμε και να της υπεκφεύγουμε, όταν πάψουμε να τρέχουμε με σπριντ προς την ολοένα διαφεύγουσα «λύτρωσή» μας, τότε πιθανότατα θα είμαστε ικανοί να «πιάσουμε» χαρά, επίτευξη, δημιουργία. Όμως χρειάζεται να πάψουμε να σκεφτόμαστε με όρους διάζευξης αλλά με όρους σύζευξης και σύνδεσης. Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο, αλλά είναι ΚΑΙ. ΚΑΙ το ένα ΚΑΙ το άλλο – τουλάχιστον στους παρόντες ιστορικούς χρόνους. Δεν υφίσταται δηλαδή εξάλειψη της θλίψης. Υπάρχει μόνον η ένταξη της μέσα στο πλαίσιο της χαράς. Το ανθρώπινο κομμάτι μας πάντοτε για κάτι θα θλίβεται, ενόσω το πνευματικό μας κομμάτι θα διευρύνεται, θα κατανοεί και θα μετουσιώνει αυτήν την θλίψη σε δημιουργικότητα κι υπηρεσία.
Τούτο μπορεί να καταστεί δυνατό μέσα από μια διαδικασία σταδιακής απόσυρσης από τις εσπευσμένες μας ερμηνείες, συνεχούς παρατήρησης των συναισθηματικών μας αντιδράσεων και διαρκούς διερώτησης επί πραγματικών υποκείμενων αιτίων, με την επίγνωση αυτού καθαυτού του γεγονότος των αρχικών καταγραφών του βίου που «ενδύονται» την νομοτέλεια του «χαρακτήρα» ή της «ιδιοσυγκρασίας» ή το πεπρωμένο της «μαύρης τύχης» μας. Να κατανοήσουμε εν τέλει ότι το ίδιο το σώμα σκέπτεται(4), παράγει σκέψη, που διαλάθει της συνειδητότητάς μας. Έτσι ώστε να επανέλθει τρόπον τινά η μνήμη του τραύματος, η γνώση της καθαρά αισθητηριακής του εγγραφής πάνω στο φυσικό μας σώμα και να συνδεθεί το ασυνείδητο βίωμα με την παρούσα επίγνωση, αναγνωρίζοντας ότι δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας τόσο καλά όσο νομίζουμε.
Ζητείται, εν ολίγοις, μια διαδρομή αυτογνωσίας.
Και μια αποδοχή ότι η θλίψη κι η χαρά πάνε χέρι με χέρι!
Ευαγγελία Πολίτη
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
(1) Άννα Ποταμιάνου, «Τα εναντίον εαυτού», Εκδόσεις Μετά, 2008.
(2) «Προλεκτικά» στάδια, ήτοι πριν την εγκαθίδρυση του λ(Λ)όγου.
(3) Συναίσθημα και νους.
(4) Μαρίλια Αϊζενστάιν-Αβέρωφ, «Επιθυμία, Πόνος, Σκέψη», Εκδόσεις Άγρα, 2019.
Comments